χονδροποιητικός

χονδροποιητικός
χονδρο-ποιητικός, ή, όν,
A of making cartilage,

δύναμις Gal.Nat.Fac.1.6

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χονδροποιητικός — ή, όν, Α αυτός που έχει την ικανότητα να παράγει χόνδρο («δυνάμει ὀστοποιητικῇ τε καὶ νευροποιητικῇ καὶ χονδροποιητικῇ», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + ποιητικός, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *χονδροποιῶ (πρβλ. ὀστο ποιητικός)] …   Dictionary of Greek

  • χονδροποιητικῇ — χονδροποιητικός of making cartilage fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”